κιρσοκήλη

κιρσοκήλη
κιρσοκήλη
varicocele
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιρσοκήλη — Κιρσώδης διεύρυνση των σπερματικών φλεβών στο όσχεο. Παρουσιάζεται κυρίως σε άτομα ηλικίας 17 30 ετών. Η εμφάνιση της κ. οφείλεται στην αύξηση της τροφοδότησης των γεννητικών οργάνων με αίμα και στη δύσκολη απαγωγή του. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν …   Dictionary of Greek

  • κιρσοκηλῶν — κιρσοκήλη varicocele fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσοκήλην — κιρσοκήλη varicocele fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρσοκήλης — κιρσοκήλη varicocele fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγροκιρσοκήλη — ἡ, Α ιατρ. κιρσοκήλη που συνοδεύεται από συγκέντρωση υγρού στο όσχεο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κιρσοκήλη] …   Dictionary of Greek

  • υδροκιρσοκήλη — η / ὑδροκιρσοκήλη, ΝΑ ιατρ. κιρσοκήλη με υδροκήλη, ανεύρυσμα τών αγγείων τών όρχεων και συλλογή υγρού σε τμήμα τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κιρσοκήλη] …   Dictionary of Greek

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

  • κιρσός — ο (Α κιρσός) μόνιμη παθολογική διεύρυνση μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα κάτω άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με κίρκος, κρίκος*, λόγω τού σχήματος τών κιρσών, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kir k «στρέφω, κάμπτω» και ο… …   Dictionary of Greek

  • κρισσοκάβων — κρισσοκάβων, ωνος, ὁ (Μ) (για άλογα) αυτός που πάσχει από κιρσοκήλη τών όρχεων …   Dictionary of Greek

  • αζωσπερμία — Η έλλειψη σπερματοζωαρίων στο σπέρμα. Παρατηρείται φυσιολογικά σε άτομα γεροντικής και παιδικής ηλικίας, καθώς και σε περιπτώσεις ανορχιδίας. Α. μπορούν να προκαλέσουν κυρίως ο ευνουχισμός, η κιρσοκήλη, η ορχίτιδα και η σύνθλιψη των σπερματικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”